- διαστοιβάζω
- διαστοιβάζω (Α)στοιβάζω, γεμίζω το μεταξύ διάστημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαστοιβάζοντες — διαστοιβάζω stuff in between pres part act masc nom/voc pl διαστοιβάζω stuff in between pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεστοίβασαν — διαστοιβάζω stuff in between aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεστοίβαστο — διαστοιβάζω stuff in between plup ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)